τρέχει νερό στις παλάμες
το πρόσωπό μου να πλύνω
από παλιά όσοι χρωστάνε
στην άκρη τους αφήνω

ό,τι κυλάει κι ό,τι τρέχει
σβήνει τα πίσω σημάδια
μα τι να πάρω απ' αυτόν
που δεν έχει]
που είν' η καρδιά του άδεια

αυτός που θα σε πληγώσει
κι αυτός θα πληγωθεί
αν μια συγγνώμη δε δώσει
αν μια αγάπη δε βρει
ποτέ δε θα γλυτώσει
απ' την αιώνια σιωπή
αυτός που θα σε προδώσει
ζει στην αιώνια σιωπή

πάλι σκαλίζω τις στάχτες
ψάχνω με κάτι ν' ανάψω
να κάνω καινούργια αρχή
μ' άλλους χάρτες]
μα δεν μπορώ να ξεχάσω

ό,τι περνάει κι ό,τι φεύγει
μεσ' την καρδιά μου έχει μείνει
ο χρόνος με προσπερνάει μ' αποφεύγει

το τραύμα μου δεν κλείνει
σε τούτα τα μέρη
πες μου τι γυρεύω
κανείς δε με ξέρει
ποιον κοροϊδεύω

ζω μεσ' τη σκιά μου
ενός άδειου κόσμου
μα εσύ είσαι αγκαλιά μου
και στέκεσαι εμπρός μου
μα εσύ είσαι αγκαλιά μου
η σπίθα το φως μου

θα σηκωθώ ξανά

φίλος με το ψέμα
ανόητη η αλήθεια
κοιτάζω στο τέρμα
να βγω από συνήθεια
ζω μεσ' τη σκιά μου
εγώ είμ' ο εχθρός μου
μα εσύ είσαι αγκαλιά μου
εσύ είσαι ο εαυτός μου
μα εσύ είσαι αγκαλιά μου
η σπίθα το φως μου

θα σηκωθώ ξανά

αν μου μιλήσεις ξανά
αν με φροντίσεις
αν μ' αγαπήσεις ξανά
θα μ' αναστήσεις

θα σηκωθώ ξανά
απ΄την ημέρα που γυρίσαμε
απ΄το ταξίδι στ' άστρα
σε τρώει η σκέψη το μαράζι
μωρό μου όλα άσ'τα

έλα και πάλι να μετράμε
τις μέρες στο κρεβάτι
έλα να βγει του κάθε εχθρού μας
απ' τη ζήλεια του το μάτι

ω!ω!ω! έλα να κάνουμε ένα πάρτυ
πάρτυ στο κρεβάτι...

θλιμμένο μας κοιτάει απ΄την αυλή
το άψυχο δεντράκι
αυτό που κάποτε φυτέψαμε
τώρα ζητάει νεράκι

κι εμείς αντί ν΄ απολαμβάνουμε
τον όμορφό του ίσκιο
εσύ αλλού κι εγώ στο πουθενά
τα χάπια να μη βρίσκω

ζόρικα χρόνια είναι εκείνα
που φτάνεις ως τον πάτο
μα δε θ' αφήσω άλλους προδότες
να μας πάνε παρακάτω

έλα να γίνουμε ένα με της θάλασσας
το άγριο κύμα
τ' αστέρια πάνω μας να πέφτουνε
και το φεγγάρι χύμα

ω!ω!ω! έλα να κάνουμε ένα πάρτυ
πάνω στο κρεβάτι...

φόρεσαν τα γιορτινά τους ρούχα
τα μεγάλα λόγια στη σκηνή
που μιλάνε για ελευθερία, για παιδεία
για καθαρό ψωμί
αλίμονο σε μένα που είμαι σκλάβος
και αγράμματος με πλαστική τροφή
που δε σηκώνω κεφάλι να τα σπάσω
να τα κάψω πάλι με ηδονή

γι' αυτό λοιπόν αποφασίστε
πείτε μου εσείς ποιοι είστε
και τί θέλετε απ' την πόλη αυτή

θέλω να μπορώ να μείνω, να μπορώ να μείνω,
να μπορώ απλά να μείνω εδώ

εδώ σ' αυτή τη γη που ο παππούς μου κοιμάται
εδώ που κολυμπάω από παιδί
εδώ που τόσα χρόνια αγοράζω ό,τι πουλάτε
εδώ που η τέχνη είναι πολιτικοκαννιβαλιστική
εδώ που οι ποιητές ζουν σαν παραφυάδες
νεκροί σε μια τηλεοπτική εκπομπή
εδώ που τα σκουριασμένα βράχια απ΄τις Κυκλάδες
ενώνουν ουρανό και γη

σας βλέπω τώρα όλους μπροστά μου
προφήτες μιας τρίτης διαθήκης
που τόσα χρόνια ζείτε μεσ' στ' αφτιά μου
με τα πύρινα τα λόγια της φρίκης
εσείς που καίγεστε από οργή
δεν ξέρετε πως καίει η φωτιά;
κι εσείς οι άλλοι που είστε χλιαροί
να ξέρετε πως η συγγνώμη είναι ωραία, ελαφριά!

γι' αυτό λοιπόν αποφασίστε
δείξ' τε μου αλήθεια αν είστε
κι αν όχι ποιοι είν' όλοι αυτοί
πίσω απ' τη θάλασσα
πίσω απ' τα φώτα
εσύ ήσουν που άναβες φωτιές
εσύ είσαι που διάλεξα
να κλείσεις την πόρτα
να μην ακούω σειρήνων φωνές

μετά ήρθαν τα κύματα
τρελά από αέρα
χτυπούσαν το φάρο με ορμή
χαθήκαν τα σήματα
και τώρα η παντιέρα
ακυβέρνητη γυρνάει σαν τρελή

όπου κι αν έψαξα
όπου κι αν πήγα
πάνω στο σώμα σου όλη η γη
ό,τι κι αν έγραψα
σε όποια σελίδα
μέσα απ' τα μάτια σου το 'χω δει

κάποτε ξεχάστηκα
σε κάποιο λιμάνι
κι οι άγκυρες κολλήσαν εκεί
ύστερα ναυάγησα
εκεί που δε φτάνει
κανείς σ' ένα έρημο νησί

πάνω απ' τη θάλασσα
πάνω απ' τα φώτα
στον ουρανό κρατάς τις βροχές
εσύ είσαι που διάλεξα
ν' ανοίξεις την πόρτα
στις ανοιξιάτικες ζεστές μυρωδιές

να ταξιδεύουνε
εδώ να γυρίζουν
όλες γύρω απ' τις ίδιες φωτιές
τα δάκρυα που πέφτουνε
βροχούλα μυρίζουν
και τ' αύριο αγαπάω απ' το χθές

πίσω απ' τη θάλασσα
πίσω απ' τα φώτα
εσύ είσαι που ανάβεις φωτιές
κάτι μακρινό
και λαθραίο
κάτι φωτεινό
κι ωραίο

κάτι σαν το γέλιο
μικρού παιδιού
κάτι σαν το φως
του φεγγαριού

κάτι φωτεινό
κι ωραίο

εσύ
κρυφή μου σκέψη
φωνή
σε κάθε μου λέξη
εσύ
για μένα

κάτι μακρινό
και ξένο
κάτι γιορτινό
που περιμένω

κάτι σα νερό
δίχως άκρες
κάτι σαν ταξίδι
δίχως χάρτες

κάτι μακρινό
και ξένο

το πιο απλό
το πιο μεγάλο
το λευκό
μα και το μαύρο
εσύ
για μένα
είναι η ώρα που φταίει
τώρα που μοιάζουμε γυμνοί
κανείς κουβέντα δε λέει
κοιτιόμαστε μονάχα από ντροπή

νομίζω είναι μεσάνυχτα
αυτές οι ώρες μας πονούν
τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα
καλωσορίζουν δάκρυα που κυλούν

έξω βρέχει
κανείς μας δεν έχει τι να πει
έξω βρέχει
κανείς δεν αντέχει να βραχεί
ο χρόνος τρέχει
στο πρωί
που όλα θα 'χουνε σβηστεί
γιατί έξω βρέχει

είναι που όλα σου μοιάζουν με σκιές
σε πνίγει ο αέρας
δε σου κολλάει το τώρα με το χθές
κοίτα που μας νικάει το τέρας

νομίζω, είναι πολλά τα θηρία
τα θρέψαμε κι οι δυο μαζί
μα είναι ελευθερία
να τα παλέψουμε απ' την αρχή
γι' αυτόν που κοιμάται μόνος του σ' ένα παγκάκι
γι' αυτόν που τα τζάμια πλένει στου δρόμου την άκρη
γι' αυτήν που πουλάει το κορμί της σ' άδεια κουφάρια
για τα παιδιά που διψάνε για μια αγκαλιά και δυο χάδια

γι' αυτόν που σαπίζει πίσω από ένα γραφείο
γι' αυτόν που δουλεύει πάντα με ζέστη ή με κρύο
γι' αυτούς που περνούν τα βουνά για να βρουν μια χώρα
η αγάπη ξέχασε να 'ρθει μα τώρα ήρθε η ώρα
ήρθε η ώρα

η ώρα φτάνει εννιά
κι αυτή τη νύχτα όλα αρχίζουν
έξω στους δρόμους ξανά
ποτάμια ν' ανοίγουν
γίνεται η πόλη αγκαλιά
όλοι να χωράμε
με μια φωνή μια καρδιά
γι' αγάπη διψάμε
(ή) αγάπη ζητάμε

η ώρα φτάνει εννιά μην πάει κανένας στο σπίτι
πάρε κι εσύ απ' το χέρι ένα μικρό αλήτη
μέτρα ψυχές, κοίτα μάτια δεν είναι ώρα για ύπνο
κάτσε μαζί μας απόψε στο μυστικό τούτο δείπνο
ήρθε η ώρα
πίσω απ' τα σύννεφα ζουν
κάτι μυστήρια κορίτσια
που με τα μάτια μιλούν
κι αν έχουν κάτι να πουν θα σου το πούνε στα ίσια

σπάνια χαμογελούν
και δεν πουλάνε τις νύχτες αγάπη
κι άμα μπροστά σου περνούν
μοιάζουν με όνειρο με οφθαλμαπάτη

πίσω απ' τα σύννεφα
αυτά τα σπάνια μυστήρια κορίτσια
ψάχνουν τον έρωτα
χωρίς illustration και σύγχρονα βίτσια

μέσα στα μάτια τους ζουν
των παιδικών σου ετών οι νεράιδες
κι όσοι το σώμα τους δουν
εξερευνούν μαγικές πεδιάδες
σπάνια τα δάκρυα πετούν
προς χάριν ζήλειας ή άλλων φτηνών αισθημάτων
μα κλαίγοντας αγαπούν
και σαν καμβά σε κοιτούν χιλίων χρωμάτων

πίσω απ' τα σύννεφα
αυτά τα σπάνια μυστήρια κορίτσια
ψάχνουν τον έρωτα
χωρίς illustration και σύγχρονα βίτσια

ο αέρας ευγενικά
χαϊδεύει αρμονικά τα μαλλιά τους
με αθανασία μεθάς
από το φυσικό άρωμά τους

σπάνια σου τραγουδούν
μα τα ζαλίζουν γλυκά οι λέξεις
κι απ' τα τραγούδια θα βγουν
αν με τις νότες σου μέσα τα πλέξεις
πόσο καιρό

πες μου πόσο, πόσο καιρό
θα μου πάρει κοντά σου να φτάσω
να μη χαθώ
το δρόμο αυτόν να μην ξεχάσω
να μη βιαστώ
κι όσα συμβαίνουν γύρω μου να χάσω
πόσο καιρό
θα χρειαστώ
τους φόβους μου να ξεσκεπάσω

με ποιον καιρό να ταξιδέψω
σε ποιο σκοπό να πιστέψω
και ποιο θεό να λατρέψω
που δεν μπορώ ν' αντέξω

πως όπου κι αν φτάνω
ό,τι κέρδισα το χάνω
κι όλα δείχνουν στο μηδέν ξανά

πόσο καιρό
πες μου πόσο καιρό
θα μου πάρει για να γελάσω
κι ό,τι μισώ
κάπου μακριά κάπου βαθιά να θάψω
και ν' αγαπώ
αυτό που πάντα δεν μπορώ να φτάσω
πόσο καιρό
θα χρειαστεί
τον κόσμο μου να συμβιβάσω
γύρω απ' τη λάμπα
σα σκιά
στην άκρη μια μπάντα
ηλεκτρικιά

πυρακτωμένα
χιλιάδες φιλιά
κορμιά ιδρωμένα
χορεύουν δειλά

όσοι απαντάνε
σ' ό,τι τους ρωτάνε
θα 'ναι κει
όσοι γελάνε
όταν τους πονάνε
θα 'ναι κει
στο πάρτυ που κάνω
γι' αποτυχημένους εν ζωή

μέσα σε κύκλο
με μάτια θολά
ψάχνω το μίτο
στα τυφλά

ποιος τον υφαίνει
και ποιος τον κρατά
ποιος πούστης μας δένει
και τώρα σιωπά

όσοι γελάνε
όταν τους πονάνε
θα 'ναι κει
όσοι αγαπάνε
χωρίς να ζητάνε
θα 'ναι κει
στο πάρτυ που κάνω
γι' αποτυχημένους εν ζωή
έχω έναν τρόπο μαγικό
για όσους μισώ και αγαπώ
ίδιο λυπάμαι, χαίρομαι
κι έτσι τους φέρομαι

μα αυτό πονάει δυο φορές
μπερδεύω το αύριο με το χθες
και βγαίνω πάντα ο κακός κι ο λάθος

για να ξεχάσω,
σβησμένο έχω το φως
κι ό,τι είναι να χάσω
θα το χάσω έτσι κι αλλιώς
κανείς δεν μπορεί
να κρυφτεί, να σβήσει, να τρέξει
γιατί η ζωή
τον σπάει σα γυαλί και δε θ' αντέξει

και έχω φτάσει μέχρι εδώ
απ' την αρχή χωρίς σκοπό
για μένα κάτι θα 'θελα να δείξω
έτσι για ν' αποδείξω

πως όλα τούτα είναι συμπτώσεις
και αν χρωστάς θα ξεχρεώσεις
αν στην αγάπη έχασες πολλά

ένα παιχνίδι από μικρό
πάντα με τρόμαζε γι' αυτό
ποτέ δεν ήθελα να παίζω
μαζί σου πόλεμο
τι ειρωνεία, θεέ μου, αυτή
μεσ' τη μικρή μας τη ζωή
εμένα να μου λες πως σε
σ κ ο τ ώ ν ω !
άσε με μόνο να κοιτώ
το πρόσωπό σου το λευκό
βαθιά στα μάτια τη βροχή
πίσω απ' τα χείλια τη σιωπή

ό,τι κι αν έχεις να μου πεις
βλέπεις, δεν είναι της στιγμής

απλά και ήσυχα θα φύγω
ξανά τα ρούχα μου τυλίγω
στα μάτια σου να επιστρέψει το φως
κι απ' τη φωτιά να μείνει μόνο ο καπνός

άλλο γι' αγάπη δε μιλώ
είμαι γυμνός δεν έχω θεό
λίγο κοντά σου αν έγερνα
στα χέρια σου θα πέθαινα

ό,τι κι αν θέλεις να μου πεις
άσ' το, δεν είναι της στιγμής
ταξίδι μικρό ή ταξίδι μεγάλο
δεν έχω πουθενά να σε βάλω
φορτώνω ό,τι έχω περιουσία από πέτρες
για να πετάω στο κενό και στους κλέφτες

τις νύχτες που πέφτω υγρός και κοιμάμαι
βρήκα τον τρόπο να μη θυμάμαι
μ' αγάπησε της λήθης το χάδι
αταίριαστος είμαι πια σαν το νερό και το λάδι

της προσευχής μου τα λίγα τα λόγια
οικτίρουν της ζωής μου τα δρομολόγια
δεν έχουν θεό μα έχουν αγγέλους
μεσ' στα λευκά τους φτερά είναι γραμμένοι οι τίτλοι του τέλους

τις νύχτες που πέφτω στεγνός και κοιμάμαι
βρήκα τον τρόπο να μη θυμάμαι
μ' αγάπησε της λήθης το χάδι
αταίριαστος είμαι πια σαν το νερό και το λάδι
μ' αγάπησε της λήθης το χάδι
αταίριαστος ο κόσμος μου σαν το νερό και το λάδι